- επιδεσποζω
- ἐπιδεσπόζωἐπι-δεσπόζωповелевать, начальствовать
(στρατοῦ Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στρατοῦ Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδεσπόζω — ἐπιδεσπόζω (Α) εξουσιάζω ολοκληρωτικά («τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ», Αισχ.) … Dictionary of Greek
κἀπιδεσπόζει — ἐπιδεσπόζει , ἐπιδεσπόζω to be lord over pres ind mp 2nd sg ἐπιδεσπόζει , ἐπιδεσπόζω to be lord over pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)